pomado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pomado | pomadoj |
αιτιατική | pomadon | pomadojn |
pomado (eo)
- η πομάδα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pomado | pomadoj |
αιτιατική | pomadon | pomadojn |
pomado (eo)