polvosuĉilo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | polvosuĉilo | polvosuĉiloj |
αιτιατική | polvosuĉilon | polvosuĉilojn |
polvosuĉilo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | polvosuĉilo | polvosuĉiloj |
αιτιατική | polvosuĉilon | polvosuĉilojn |
polvosuĉilo (eo)