polucio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | polucio | polucioj |
αιτιατική | polucion | poluciojn |
polucio (eo)
- η ρύπανση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | polucio | polucioj |
αιτιατική | polucion | poluciojn |
polucio (eo)