Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ρήμα επεξεργασία

poisser (fr)

Un liquide noirâtre lui poissait les doigts. Ένα μαυριδερό υγρό έκανε τα χέρια του να κολλάνε.
Il s'est fait poisser par la police. Τον συνέλαβε η αστυνομία.

Συγγενικά επεξεργασία