Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

poate (ro)

  1. 3ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος « a putea »

  Επίρρημα

επεξεργασία

poate (ro)

  1. μπορεί, ίσως