poŝhorloĝo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | poŝhorloĝo | poŝhorloĝoj |
αιτιατική | poŝhorloĝon | poŝhorloĝojn |
poŝhorloĝo (eo)
Άλλες γραφές επεξεργασία
- poshhorlogho στο H-sistemo
- posxhorlogxo στο X-sistemo