pluvmantelo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pluvmantelo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pluvmantelo | pluvmanteloj |
αιτιατική | pluvmantelon | pluvmantelojn |
pluvmantelo (eo)
- το αδιάβροχο