plumkusenego
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plumkusenego | plumkusenegoj |
αιτιατική | plumkusenegon | plumkusenegojn |
plumkusenego (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plumkusenego | plumkusenegoj |
αιτιατική | plumkusenegon | plumkusenegojn |
plumkusenego (eo)