plumaro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plumaro | plumaroj |
αιτιατική | plumaron | plumarojn |
plumaro (eo)
- το φτέρωμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plumaro | plumaroj |
αιτιατική | plumaron | plumarojn |
plumaro (eo)