pluŝo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- pluŝo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pluŝo | pluŝoj |
αιτιατική | pluŝon | pluŝojn |
pluŝo (eo)
- η φέλπα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pluŝo | pluŝoj |
αιτιατική | pluŝon | pluŝojn |
pluŝo (eo)