plorego
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plorego | ploregoj |
αιτιατική | ploregon | ploregojn |
plorego (eo)
- ο λυγμός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plorego | ploregoj |
αιτιατική | ploregon | ploregojn |
plorego (eo)