Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

plantation (en)

  1. η φυτεία
  2. ο εποικισμός ενός μέρους που αποσκοπεί στην εκδίωξη του ντόπιου πληθυσμού

Συγγενικά επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
plantation plantations

  Ουσιαστικό επεξεργασία

plantation (fr) θηλυκό