Ουσιαστικό

επεξεργασία

plantation (en)

  1. η φυτεία
  2. ο εποικισμός ενός μέρους που αποσκοπεί στην εκδίωξη του ντόπιου πληθυσμού

Συγγενικά

επεξεργασία



      ενικός         πληθυντικός  
plantation plantations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

plantation (fr) θηλυκό