plantation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαplantation (en)
- η φυτεία
- ο εποικισμός ενός μέρους που αποσκοπεί στην εκδίωξη του ντόπιου πληθυσμού
Συγγενικά
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
plantation | plantations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαplantation (fr) θηλυκό
- η φυτεία