pirolo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pirolo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pirolo | piroloj |
αιτιατική | pirolon | pirolojn |
pirolo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pirolo | piroloj |
αιτιατική | pirolon | pirolojn |
pirolo (eo)