pirito
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pirito | piritoj |
αιτιατική | piriton | piritojn |
pirito (eo)
- (ορυκτολογία) ο πυρίτης
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pirito | piritoj |
αιτιατική | piriton | piritojn |
pirito (eo)