pioniro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pioniro | pioniroj |
αιτιατική | pioniron | pionirojn |
pioniro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pioniro | pioniroj |
αιτιατική | pioniron | pionirojn |
pioniro (eo)