Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
piochage piochages

  Ουσιαστικό επεξεργασία

piochage (fr) αρσενικό

  1. δουλειά που γίνεται με την αξίνα
  2. (μεταφορικά) σκληρή, επίμονη δουλειά

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη pioche