Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
piochage
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
piochage
piochages
Ουσιαστικό
επεξεργασία
piochage
(fr)
αρσενικό
δουλειά
που γίνεται με την
αξίνα
(
μεταφορικά
)
σκληρή
,
επίμονη
δουλειά
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
pioche