piediro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | piediro | piediroj |
αιτιατική | piediron | piedirojn |
piediro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | piediro | piediroj |
αιτιατική | piediron | piedirojn |
piediro (eo)