pied-de-roi
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
pied-de-roi | pieds-de-roi |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpied-de-roi (fr) αρσενικό
- (Καναδάς) πτυσσόμενο μέτρο μήκους συνήθως δύο ποδιών, που έχει διαβαθμίσεις σε πόδια, ίντσες και γραμμές
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pied-de-roi | pieds-de-roi |
pied-de-roi (fr) αρσενικό