piĉo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- piĉo < πολωνικά piczka
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | piĉo | piĉoj |
αιτιατική | piĉon | piĉojn |
piĉo (eo)
- το μουνί
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | piĉo | piĉoj |
αιτιατική | piĉon | piĉojn |
piĉo (eo)