kaco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kaco < ιταλικά cazzo
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαkaco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kaco | kacoj |
αιτιατική | kacon | kacojn |
- η πούτσα
kaco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kaco | kacoj |
αιτιατική | kacon | kacojn |