photocopillage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- photocopillage < photocopie + pillage (« λεηλασία μέσω φωτοαντίγραφων »)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
photocopillage | photocopillages |
photocopillage (fr) αρσενικό
- η πλήρης αντιγραφή ενός βιβλίου μέσω φωτοτυπιών