petroselo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- petroselo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | petroselo | petroseloj |
αιτιατική | petroselon | petroselojn |
petroselo (eo)
- (φυτό) το πετροσέλινο