persino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | persino | persinoj |
αιτιατική | persinon | persinojn |
persino (eo)
- η Περσίδα
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαpersino (it)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | persino | persinoj |
αιτιατική | persinon | persinojn |
persino (eo)
persino (it)