persekuto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | persekuto | persekutoj |
αιτιατική | persekuton | persekutojn |
persekuto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | persekuto | persekutoj |
αιτιατική | persekuton | persekutojn |
persekuto (eo)