permeso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | permeso | permesoj |
αιτιατική | permeson | permesojn |
permeso (eo)
- η άδεια
- li petis permeson - ζήτησε άδεια
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | permeso | permesoj |
αιτιατική | permeson | permesojn |
permeso (eo)