perlamoto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- perlamoto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | perlamoto | perlamotoj |
αιτιατική | perlamoton | perlamotojn |
perlamoto (eo)
- το φίλντισι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | perlamoto | perlamotoj |
αιτιατική | perlamoton | perlamotojn |
perlamoto (eo)