perilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | perilo | periloj |
αιτιατική | perilon | perilojn |
perilo (eo)
- το εργαλείο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | perilo | periloj |
αιτιατική | perilon | perilojn |
perilo (eo)