pergameno
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pergameno | pergamenoj |
αιτιατική | pergamenon | pergamenojn |
pergameno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pergameno | pergamenoj |
αιτιατική | pergamenon | pergamenojn |
pergameno (eo)