perĉo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- perĉo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | perĉo | perĉoj |
αιτιατική | perĉon | perĉojn |
perĉo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | perĉo | perĉoj |
αιτιατική | perĉon | perĉojn |
perĉo (eo)