pelvo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- pelvo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pelvo | pelvoj |
αιτιατική | pelvon | pelvojn |
pelvo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pelvo | pelvoj |
αιτιατική | pelvon | pelvojn |
pelvo (eo)