pekanto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pekanto | pekantoj |
αιτιατική | pekanton | pekantojn |
pekanto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pekanto | pekantoj |
αιτιατική | pekanton | pekantojn |
pekanto (eo)