pego
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pego < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pego | pegoj |
αιτιατική | pegon | pegojn |
pego (eo)
- (πτηνό) ο δρυοκολάπτης
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pego | pegoj |
αιτιατική | pegon | pegojn |
pego (eo)