peco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | peco | pecoj |
αιτιατική | pecon | pecojn |
peco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | peco | pecoj |
αιτιατική | pecon | pecojn |
peco (eo)