pavimo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pavimo | pavimoj |
αιτιατική | pavimon | pavimojn |
pavimo (eo)
- ο λιθόστρωτος δρόμος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pavimo | pavimoj |
αιτιατική | pavimon | pavimojn |
pavimo (eo)