patrono
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | patrono | patronoj |
αιτιατική | patronon | patronojn |
patrono (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | patrono | patronoj |
αιτιατική | patronon | patronojn |
patrono (eo)