pasto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- pasto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pasto | pastoj |
αιτιατική | paston | pastojn |
pasto (eo)
- το ζυμάρι
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpasto (it)
- το γεύμα