pasporto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- pasporto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pasporto | pasportoj |
αιτιατική | pasporton | pasportojn |
pasporto (eo)
- το διαβατήριο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pasporto | pasportoj |
αιτιατική | pasporton | pasportojn |
pasporto (eo)