pasero
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pasero | paseroj |
αιτιατική | paseron | paserojn |
pasero (eo)
- (πτηνό) ο σπουργίτης
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pasero | paseroj |
αιτιατική | paseron | paserojn |
pasero (eo)