pasanto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pasanto | pasantoj |
αιτιατική | pasanton | pasantojn |
pasanto (eo)
- ο περαστικός, ο διαβάτης
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pasanto | pasantoj |
αιτιατική | pasanton | pasantojn |
pasanto (eo)