participo
Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | participo | participoj |
αιτιατική | participon | participojn |
participo (eo)
- (γραμματική) η μετοχή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | participo | participoj |
αιτιατική | participon | participojn |
participo (eo)