participe passé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
participe passé | participes passés |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαparticipe passé (fr) αρσενικό
- (γραμματική) μετοχή αορίστου, ρηματικός τύπος που καταλήγει σε -é
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
participe passé | participes passés |
participe passé (fr) αρσενικό