partero
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | partero | parteroj |
αιτιατική | parteron | parterojn |
partero (eo)
- το παρτέρι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | partero | parteroj |
αιτιατική | parteron | parterojn |
partero (eo)