parolmaniero
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- parolmaniero < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | parolmaniero | parolmanieroj |
αιτιατική | parolmanieron | parolmanierojn |
parolmaniero (eo)