pargeto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pargeto | pargetoj |
αιτιατική | pargeton | pargetojn |
pargeto (eo)
- το παρκέ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pargeto | pargetoj |
αιτιατική | pargeton | pargetojn |
pargeto (eo)