paralogismo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- paralogismo < paralogism- + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paralogismo | paralogismoj |
αιτιατική | paralogismon | paralogismojn |
paralogismo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paralogismo | paralogismoj |
αιτιατική | paralogismon | paralogismojn |
paralogismo (eo)