paradizo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paradizo | paradizoj |
αιτιατική | paradizon | paradizojn |
paradizo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paradizo | paradizoj |
αιτιατική | paradizon | paradizojn |
paradizo (eo)