paraŝuto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- paraŝuto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paraŝuto | paraŝutoj |
αιτιατική | paraŝuton | paraŝutojn |
paraŝuto (eo)
- το αλεξίπτωτο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paraŝuto | paraŝutoj |
αιτιατική | paraŝuton | paraŝutojn |
paraŝuto (eo)