Ετυμολογία

επεξεργασία
panjo < pa (πρώτη συλλαβή της λέξης patrino) + -nj- + -o

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpa.ɲo/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική panjo panjoj
αιτιατική panjon panjojn

panjo (eo)

Δείτε επίσης

επεξεργασία