palato
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | palato | palatoj |
αιτιατική | palaton | palatojn |
palato (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | palato | palatoj |
αιτιατική | palaton | palatojn |
palato (eo)