pétulant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pétulant | pétulants |
θηλυκό | pétulante | pétulantes |
Επίθετο
επεξεργασίαpétulant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pétulant | pétulants |
θηλυκό | pétulante | pétulantes |
pétulant (fr)